-
1 μεγαλη
-
2 Μεγαλη πολις
(ᾰ) ἥ Dem., Arst. etc. = Μεγαλόπολις См. Μεγαλοπολις -
3 Μεγάλη Εβδομάδα
Μεγάλη Εβδομάδα ηΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μεγάλη Εβδομάδα
-
4 μεγάλη
μέγας, μεγάλη, μέγα, comp. μείζων, sup. μέγιστος: great, large, of persons, tall (κᾶλός τε μέγας τε, κᾶλή τε μεγάλη τε, Φ 1, Od. 15.418); of things with reference to any kind of dimension, and also to power, loudness, etc., ἄνεμος, ἰαχή, ὀρυμαγδός; in unfavorable sense, μέγα ἔργον (facinus), so μέγα ἔπος, μέγα φρονεῖν, εἰπεῖν, ‘be proud,’ ‘boast,’ Od. 3.261, Od. 22.288.—Adv., μεγάλως, also μέγα, μεγάλα, greatly, exceedingly, aloud, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεγάλη
-
5 μεγάλη
μέγαςbig: fem nom /voc sg (attic epic ionic)μέγαςbig: fem voc sg (attic epic ionic)——————μέγαςbig: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 μεγάλῃ
Βλ. λ. μεγάλη -
7 μεγάλη
великаявеликий великое большое велика великого громкий велик μεγάλῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεγάλη
-
8 μεγάλῃ
громкимгромком великим великий большом великой μεγάληΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεγάλῃ
-
9 Μεγάλη Βρεττανία
η Великобритания -
10 Μεγάλη Δήλος
-
11 Μεγάλη μπουκιά φάγε, μεγάλο λόγο μη λες
• Ешь пирог с грибами, а язык держи за зубамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μεγάλη μπουκιά φάγε, μεγάλο λόγο μη λες
-
12 Μεγάλη Αρκτος
голема мечкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Μεγάλη Αρκτος
-
13 μεγάλη
actif -
14 Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει
Μικρό το δώρο, αλλά με αγάπη– Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει• Не дорог подарок, дорога любовьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει
-
15 μέγας, μεγάλη, μέγα
+ A 122-200-145-193-257=916 Gn 1,16(bis).21; 10,12; 12,2great, big Gn 1,16; (full-,,)grown Gn 38,11; high Eccl 10,6; deep 2 Sm 18,17 (secundo); old, adult Jer 38(31),34; great, strong (of feelings) 2 Kgs 23,26; great, loud Gn 27,34; great, hard (intensity of plagues) Gn 12,17; grave (of sins) Gn 20,9; great, mighty Jdt 16,13; great, weighty, big, boastful Dn 7,11; great, important 1 Mc 4,25; steadfast, lasting 1 Mc 13,37; μέγα loud (as adv. with a verb) Ex 19,16; long (in time, id.) TobBA 9,4; broadly (id.) Prv 18,11μέγας ὑπὲρ ἐμέ older than me 1 Kgs 2,22; ὁ ποταμὸς ὁ μέγας the great river, the principal river, the Euphrates Dt 1,7; ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν the highest-ranking priest among his fellows Lv 21,10; ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου from small to great, small and great, from young to old 1 Sm 30,19see μέγιστος and μείζωνCf. HARLÉ 1988, 178;[*] ЧCKANE 1986 654-656(Jer 32(25),38); WEVERS 1995 396(Dt 25,13); →TWNT -
16 έχει μεγάλη σημασία
многу е важноГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > έχει μεγάλη σημασία
-
17 μέγας
-
18 μεγάληι
μεγάλῃ, μέγαςbig: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 Megalopolis
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Megalopolis
-
20 büyükayı
Μεγάλη Αρκτος
См. также в других словарях:
Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε … Dictionary of Greek
Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεγάλη Παναγία — Sp Megãli Panagijà Ap Μεγάλη Παναγία/Megali Panagia L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής … Dictionary of Greek
Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη — (Great Salt Lake). Αλμυρή και αβαθής λίμνη (περ. 4.403 τ. χλμ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Γιούτα, στους πρόποδες της οροσειράς Γουόσατς και σε μέσο υψόμετρο 1.280 μ. Η επιφάνειά της αυξομειώνεται κατά καιρούς. Η Μ.Α.Λ.… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Αυλή — Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατ. Αττικής … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βρετανία — Ονομασία που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βρύση — I Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αφετών. II Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 984 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται σε απόσταση 31 χλμ. ΝΔ του… … Dictionary of Greek